- γογγυλοειδής
- -ής, -έςγεν. -ούς, -αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, όμοιος με γογγύλη, σφαιρικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γογγυλοειδής — ές (Α γογγυλοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα γογγυλιού … Dictionary of Greek
γογγυλοειδεῖς — γογγυλοειδής roundish masc/fem acc pl γογγυλοειδής roundish masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλοειδῶς — γογγυλοειδής roundish adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυλώδης — γογγυλώδης, ες (Μ) ο γογγυλοειδής … Dictionary of Greek